- όχθη
- η (Α ὄχθη)1. το εξέχον τμήμα ξηράς κοντά στην επιφάνεια τών νερών ποταμού ή λίμνης2. παραλία, ακτή, ακρογιαλιάαρχ.1. κάθε ύψωμα γης τεχνητό ή φυσικό, πρόχωμα, σώρευμα ανασκαμμένης γης2. (στον πληθ. και συν. με τη λ. ποταμός) αἱ ὄχθαια) ψηλές όχθες ποταμούβ) ψαμμώδη υψώματα κοντά σε θάλασσα ή ποταμό («ἁλὸς πολιοῑο παρ' ὄχθας», Ομ. Οδ.)3. (σε αντιδιαστολή προς τον τ. ὄχθος, που δήλωνε μικρό λόφο) υψώματα γης κοντά σε ποταμό («Σπερχειοῡ τε παρ' ὄχθας», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. ὄχθη εμφανίζει εκφραστικό επίθημα -θ-η (πρβλ. βρόχ-θος, μόχ-θος). Η αναγωγή τής λ. στην ετεροιωμένη βαθμίδα τού ρ. ἔχω, αν και μορφολογικά θα μπορούσε να θεωρηθεί πιθανή, προσκρούει εν τούτοις σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
Dictionary of Greek. 2013.